ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΚΗ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΣΚΟ
Φτάσαμε στη Σαλονίκη ξημερώματα με τον Μανώλη και τον Νίκο, αφού ταξιδέψαμε όλη τη νύχτα σιδηδοδρομικώς. Αμέσως τηλεφωνάμε του Παπάζογλου να ξυπνήσει να δούμε το στούντιο. Στούντιο πρώτης τάξεως. Στερεοφωνικό παρακαλώ. Όποιος θέλει μπορεί πια να γράφει δίσκους στη Σαλονίκη, δεν είναι συγκινητικό;
Μουσικούς βρήκαμε εκεί. Από τα κέντρα. Την επαύριο κατέφτασαν και οι Κοντογιάννηδες από την Λειβαδιά. Την ηχογράφηση έκανε ο Παπάζογλου και μετά κάθησε στο μικρόφωνο και τραγούδησε και τον έγραψε η γυναίκα του. Πρώτη φορά το φχαριστήθηκα τόσο στη Σαλονίκη. Τις άλλες φορές που ανέβαινα δεν μ’ άρεζε γιατί έχει αλλάξει εντελώς και δεν αναγνωρίζω τίποτα. Αισθάνεσαι ότι γεννήθηκες σ’ ένα τόπο που δεν υπάρχει σε στύλ χαμένη Ατλαντίς. Θέλω να πω άμα έχεις κενά, η εξέλιξη πάει σ’ έφαγε. Αυτή τη φορά όμως κλεισμένος συνεχώς μέσα στο στούντιο δεν είχα κανένα κενό. Ήρθαν όλοι οι παλιοί φίλοι και με είδαν στη δουλειά. Μάλιστα ο Τακούλης ο Σιμώτας έγραψε κι’ ένα τραγούδι. Είναι στο δίσκο.
Λοιπόν κυρίες και κύριοι, βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να μας παρουσιάσω πρώτον, δύο νέους συναδέλφους, τον στιχουργό Μανώλη Ρασούλη και τον συνθέτη Νίκο Ξυδάκη που γράφουν λαϊκά τραγούδια, όχι ιδεολογικά ή αισθητικά, αλλά αγαπητικά. Και να σας αναγγείλω δεύτερον, ότι στη Θεσσαλονίκη φτιάχτηκε από τον θαυμάσιο τραγουδιστή και μηχανοτεχνικό Νίκο Παπάζογλου ή Πουσπούλ, όπως τον θυμούνται οι παλιότεροι θαμώνες των κέντρων της Αρετσούς και του Καραμπουρνάκι, στούντιο ηχογραφήσεως δίσκων. Το εγκαινιάζουμε με την «Εκδίκηση της γυφτιάς».
Λαγοκοιμόμουν σ΄αυτό το νυχτερινό τρένο που σας έλεγα και ανάμεσα σε όνειρα και απότομα τινάγματα αλάφιασα και σαν ο συρμός να με έτρεχε πίσω στα 1962. Σ’ αυτό συνέτεινε πολύ που κάποιος δίπλα άκουγε Καζαντζίδη από μια κασέτα που έκλαιγε. Μετά την Λάρισα, ξύπνησα εντελώς. Έκανε ψόφο. Τυλίχτηκα καλά και προχώρησα πέντε βαγόνια δρασκελώντας κοιμισμένους ταξιδιώτες ώσπου να φτάσω στο κυλικείο. Εκεί ήταν όλο στρατιώτες αδειούχοι, με μπύρες και μου ζήτησαν- ρε, ο Σαββόπουλος- να τους τραγουδήσω κάτι… Αρνήθηκα σταθερά, κάθησα ανάποδα και πήρα ένα καφέ σε πλαστική κονσέρβα, απελπισμένος, χάλια, που ούτε ένα τραγούδι απ’ όσα έχω γράψει δεν ταίριαζε με τα πράγματα εκείνης της στιγμής. Μισώ το τραγούδι της «κουλτούρας». Γίνεται συνεχώς και πιο άχαρο, περιγράφει τις πραγματικότητες, καθόλου δεν τις εκφράζει. Το ελαφρολαϊκο πάλι ποτέ μου δεν το χώνεψα. Θυμάμαι μετά τον πόλεμο το λέγαν τότε αρχοντορεμπέτικο. Ο Χιώτης τα κατάφερε καλούτσικα, είχε δεξιοτεχνία. Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως φτάσαμε στα «γαλλικά» με λίγο μπουζούκι. Η πλέμπα αντέδρασε αμέσως μ ‘ένα λιγδερό είδος που αργότερα ονομάστηκε, από τους υπερασπιστές της καθαρότητας της φυλής , Ινδοπρεπές, τουρκογύφτικο ή γυφτιά. Είναι το αντίθετο του αρχοντορεμπέτικου. Το αρχοντορεμπέτικο ή ελαφρολαϊκο είναι ρεμπέτικο καπελωμένο απο την Ευρώπη, ενώ η «γυφτιά» είναι ούτως ειπείν ρεμπέτικο καπελωμένο από την Ανατολή. Μα δεν είναι η πρώτη φορά που όταν οι άνθρωποι εδώ αγανακτούν, μουντζώνουν την Ευρώπη και λένε «καλύτεροι οι Τούρκοι». Το έχουμε αυτό στον Μακρυγιάννη ή στον Παπαδιαμάντη, το έχουμε στον Καζαντζίδη, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών.
Πήγα με τον καφέ σιγά σιγά ως την πόρτα και γλίστρησα έξω χωρίς να με πάρουνε είδηση. Φοβόμουνα εντελώς παρανοϊκά, ότι θα με πιάνανε και θα μου λέγανε «δεν φεύγεις αν δεν πεις κάτι». Γύρισα πίσω. Ο Μανώλης και ο Νίκος κοιμόντουσαν. Πρώτη φορά βλέπω παιδιά με ανησυχίες και ιδεολογία και απ’ όλα, να διαλέγουν όχι το κουλτουριάρικο αλλά το ντιπ λαϊκό. «Καλημερούδια» τους σκουντάω «να και τα καφεδάκια σας. Πως σας φαίνεται για τίτλος, η εκδίκηση της γυφτιάς; Μοιάζει και με Ιταλικό γουέστερν ε;». Ήταν αγουροξυπνημένοι και έτσι το δέχτηκαν. Ύστερα στην πλατφόρμα του σταθμού της Θεσσαλονίκης ένιωσα πάλι αυτόν τον πνιγμό. Βάδισα γρήγορα προς τον τηλεφωνικό θάλαμο παράλληλα με κομμένες φυσιογνωμίες στα τζάμια του τρένου που ξεκίναγε αργά κυλώντας πάνω στις ράγες, κι όλα ήταν σαν φιλμ, σου ερχόντουσαν δάκρυα, κάτι σαν «Θεέ μου βοήθα το λαϊκό τραγούδι, μονάχο του δεν θα τα καταφέρει».
Άντε εκ μέρους των παιδιών, σας ευχαριστώ που αγοράσατε τον δίσκο τους.
Είθε να μην τους τον χάλασα που ανακατεύτηκα κι εγώ.
Καλή διασκέδαση.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ